- αστροστάτης
- ο астр. целостат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστροστάτης — και αστεροστάτης, ο ωρολογιακός μηχανισμός ο οποίος στρέφει το τηλεσκόπιο σύμφωνα με τη διεύθυνση και την ταχύτητα της ημερήσιας κίνησης ώστε τα άστρα να φαίνονται ακίνητα στο πεδίο του τηλεσκοπίου … Dictionary of Greek
αστεροστάτης — ο βλ. αστροστάτης … Dictionary of Greek
Βολφ, Μαξ — (Max Wolf, Χαϊδελβέργη 1869 – 1932).Γερμανός αστρονόμος. Ίδρυσε και διηύθυνε το αστεροσκοπείο της Χαϊδελβέργης. Επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στην παρατήρηση και στη μελέτη του ουρανού και είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη φωτογραφία στην… … Dictionary of Greek